- τρυγανώ
- -άω, και ασυναίρ. τ. τρυγονάω Αχτυπώ ελαφρά την πόρτα, θρυγανῶ*.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. απαντά στον τ. μτχ. τρυγανῶσα και θα μπορούσε να θεωρηθεί παρ. τής λ. τρυγών με σημ. «κάνω έναν ελαφρό θόρυβο στην πόρτα». Ωστόσο, ο τ. έχει διορθωθεί σε θρυγανῶσα, κατ' επίδραση τών τ. θρυγανᾷκνᾶται, ξύει και θρυγονᾶν τὸ ξύειν].
Dictionary of Greek. 2013.